καλιγώνω

καλιγώνω
και καλιβώνω (Μ καλιγώνω και καλικώνω) [καλίγι(ον)]
πεταλώνω υποζύγια, προσαρμόζω και καρφώνω πέταλο στην οπλή τους
νεοελλ.
1. φρ. «καλιγώνει τον ψύλλο» — για ανθρώπους ευφυέστατους και πονηρούς που μπορούν να κατορθώσουν και τα ακατόρθωτα
2. παροιμ. «η αλεπού βλέποντας να καλιγώνουν τ' άλογο σήκωσε κι αυτή το πόδι της» — για αλαζόνες που παραβλέπουν ή αγνοούν την πραγματική φύση και τη μικρότητά τους
μσν.
1. υποδένομαι, φορώ παπούτσια
2. σολιάζω, διορθώνω υποδήματα με τοποθέτηση νέας σόλας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καλιγώνω — καλιγώνω, καλίγωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καλιγώνω — καλίγωσα, καλιγώθηκα, καλιγωμένος, πεταλώνω: Πρέπει να το καλιγώσεις το άλογο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακαλίγωτος — η, ο (και διαλ. ακαλίβωτος, ακαλίκωτος) [καλιγώνω] 1. ο απετάλωτος (για υποζύγιο ή και βόδι), που δεν έχει καλιγωθει 2. ο ξυπόλητος 3. μτφ. (δρόμος) που δεν έχει στρωθεί με πέτρες ή χαλίκια 4. μτφ. αυτός που δεν εξαπατάται, που δεν παγιδεύεται 5 …   Dictionary of Greek

  • καλίγωμα — και καλίβωμα, το [καλιγώνω] πετάλωμα …   Dictionary of Greek

  • καλίγωσις — ή καλίγωση και καλίκωσις ή καλύκωσις, ἡ (Μ) [καλιγώνω] το να φορεί κανείς υποδήματα …   Dictionary of Greek

  • καλιγωτής — και καλιβωτής ο [καλιγώνω] αυτός που έχει ως επάγγελμα να καλιγώνει, πεταλωτής, αλλ. αλμπάνης …   Dictionary of Greek

  • ξεκαλιγώνω — 1. βγάζω τα πέταλα από τα πόδια πεταλωμένου ζώου 2. παθ. ξεκαλιγώνομαι χάνω τα πέταλα μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + καλιγώνω «πεταλώνω»] …   Dictionary of Greek

  • πεταλώνω — πεταλώ, όω, ΝΑ [πέταλον] 1. προσαρμόζω πέταλα στα πέλματα τών οπλών τών ζώων, καλιγώνω 2. μτφ. βασανίζω, κακοποιώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”